λεπτότρητος

λεπτότρητος
λεπτό-τρητος, ον, ([etym.] τιτράω)
A with small holes, Dsc.5.120, Gal.13.638.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λεπτότρητος — λεπτότρητος, ον (Α) αυτός που έχει μικρές οπές («λεπτότρητος σπόγγος», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + τρητός (< τετραίνω), πρβλ. διά τρητος, κατά τρητος] …   Dictionary of Greek

  • λεπτοτρήτοις — λεπτότρητος with small holes masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτοτρήτους — λεπτότρητος with small holes masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτοτρήτῳ — λεπτότρητος with small holes masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”